ἀκαθαρτοφαγία

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαθαρτοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἀκάθαρτα, Ἀρέθ. εἰς Ἀποκάλ. Β΄, 15.

Greek Monolingual

η (Μ ἀκαθαρτοφαγία)
νεοελλ.
το να τρώει κανείς ακάθαρτες ουσίες
μσν.
το να τρώει κανείς τροφές που θεωρούνται ακάθαρτες, για τις οποίες υπάρχει θρησκευτική απαγόρευση.