ἀκαμαντοπόδας

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμαντοπόδας: α, ὁ = τῷ ἑπομ., Συνέσ. 1616, 52.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντοπόδᾱς) -ᾱ infatigable χρόνος Synes.Hymn.8.63.