ἀκανθοτρόφος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθοτρόφος: -ον, ἡ τρέφουσα μόνον ἀκάνθας χέρσος, Μ. Φιλῆς, τόμ. Αϳ, σ. 103, ἔκδ. Μι.