ἀκανθόβλαστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθόβλαστος: -ον, ὁ βλαστάνων ἀκάνθας, Ἰω. Χρυσόστ. τόμ. 8, σ. 511.

Spanish (DGE)

-ον que produce espinas ἡ τῶν Ἰουδαίων χώρα Chrys.M.62.760.