ἀκατάρτιστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάρτιστος: -ον, ὁ μὴ κατηρτισμένος, ἀτελής, «διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτῶν καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας», Εἰρην. 1106C.