ἀκατασκόπητος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκόπητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θεωρῇ ἀτενῶς, αὐγή, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ον que no se puede mirar, cegador αὐγὴ Gr.Naz.M.37.510.