ἀκεστήριος

English (LSJ)

ἀκεστήριον, medicinal, healing, metaph., κακῶν φάρμακον App.Pun. 88.

Spanish (DGE)

-ον
remediador, sanador κακῶν φάρμακον ἀκεστήριον App.Pun.88.

Greek Monolingual

ἀκεστήριος, -ον (Α) ἀκεστήρ
αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός.