ἀκλάδευτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλάδευτος: -ον, ὁ μὴ κλαδευθείς, Ἐκκλ., καὶ ἀκλάς, άδος, «ἀκλάδας, ἀμπέλους ἀκλαδεύτους, Αἰολεῖς», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
sin ramas Gr.Thaum.Pan.Or.7.18, Hsch.s.u. ἀκλάδας.

German (Pape)

nicht beschnitten, vom Weinstock, Sp.