ἀκμοθέτης

English (LSJ)

ον, ὁ, (τίθημι) anvil-block, Poll.10.147.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pie de yunque Poll.10.147, Tz.Alleg.Od.8.104.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμοθέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπ., Πολυδ. 10. 147.

Greek Monolingual

ο
το ακμόθετον.