ἀκολουτέω

English (LSJ)

for ἀκολουθέω, barbarism in Ar.Th.1198.

Spanish (DGE)

v. ἀκολουθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολουτέω: ἀντὶ ἀκολουθέω, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1198.

Russian (Dvoretsky)

ἀκολουτέω: в произнош. скифа Arph. = ἀκολουθέω.