ἀκρασίων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, incontinent person, Cerc.4.1.
Spanish (DGE)
(ἀκρᾰσίων) -ωνος
incontinente, inmoderado ὀ λβοθύλακον λάρον τε καὶ ἀκρασίωνα ... Ξένωνα Cerc.1.42.
ωνος, ὁ, incontinent person, Cerc.4.1.
(ἀκρᾰσίων) -ωνος
incontinente, inmoderado ὀ λβοθύλακον λάρον τε καὶ ἀκρασίωνα ... Ξένωνα Cerc.1.42.