ἀκρατοπηγόβρυτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρατοπηγόβρυτος: -ον, ὁ ἐξ ἀκράτου, δηλ. ἁγνῆς πηγῆς βρύων, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 7, σ. 262.