ἀκρεμονικός
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ή, -όν de las ramas ἀποφύσεις Thphr.HP 4.6.8.
German (Pape)
[Seite 81] mit langen Zweigen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρεμονικός: -ή, -όν, ὡς ἀκρέμων ἢ κλάδος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 6, 8.
Greek Monolingual
ἀκρεμονικός, -ή, -ὸν (Α) ἀκρέμων
αυτός που έχει ακρεμόνας, διακλαδώσεις.