ἀκρωνάρια: -ων, τά, τὰ ἀπὸ τῶν σκελῶν τῶν ζῴων εἰς μῆκος ἀφαιρούμενα, σχελίδες, Σχόλ. εἰς Λουκ. ΙΙ, 330· πρβλ. ἄκρων.