ἀκρωτηρίασμα
English (LSJ)
τό, mutilation, Hsch. s.v. τομία, Sch.A.R.4.477.
German (Pape)
[Seite 86] τό, die äußersten Gliedmaßen, Sp., wie Schol. Ap. Rh. 4, 478.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωτηρίασμα: τό, πήρωσις, κολόβωσις, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τομία, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 478.
Greek Monolingual
ἀκρωτηρίασμα, το (Μ) ἀκρωτηριάζω
ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα.