ἀκυβερνησία

Greek (Liddell-Scott)

ἀκυβερνησία: ἡ, ἀφηρ. τοῦ ἀκυβέρνητος, Θεόδ. Πρόδρ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ falta de timonel Ephr.Syr.1.78C.

German (Pape)

ἡ, das ohne Steuermann Sein, Sp.