ἀκυρίευτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῡρίευτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ἢ ὁ μὴ ἀνεχόμενος κύριον, Εὐστ. Πονημ. 252, 31.

Spanish (DGE)

-ον insoportable ὀδύνη Greg.Disp.M.86.720A.

German (Pape)

[ῡ], ohne Herrn, Sp.