ἀκόμπαστος

English (LSJ)

ἀκόμπαστον, unboastful, A.Th.538, E.Fr.872:—ἄκομπος, A. Th.554, S.Fr.210.

Spanish (DGE)

-ον
no jactancioso, no fanfarrón A.Th.538, λόγος E.Fr.872, φάτις E.Fr.873.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans jactance, modeste.
Étymologie: , κομπάζω.

German (Pape)

Aesch. Spt. 520, = ἄκομπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόμπαστος: лишенный хвастливости Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμπαστος: καὶ ἄκομπος, ον, ὁ μὴ κομπάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 538, αὐτόθι 554.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμπαστος, -ον) κομπάζω
αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων.

Greek Monotonic

ἀκόμπαστος: -ον (κομπάζω), αυτός που δεν κομπάζει, που δεν υπερηφανεύεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κομπάζω
not boastful, Aesch.

English (Woodhouse)

not boastful