ἀκόνημα

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 punta de un arma, arma σιδήρου ἀκονήματα Ps.Callisth.1.1.3, cf. Eust.666.18.
2 esmeril Ναξίας ῥίνισμά ἐστι κουρέων ἀ. Anon.Alch.11.16.