ἀκώνιστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀκώνιστος: -ον, (κῶνος) μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, «κεραμεοῦν ἀγγεῖον ἀκώνιστον, τουτέστιν ἀπίσσωτον», Διοσκ. 1. 93.

German (Pape)

ungepicht, Diosc.