ἀλαβαστρίτης

English (LSJ)

(sc. λίθος), ου, ὁ, calcareous alabaster, Thphr. De Lapidibus 65, cf. Str.12.8.14, Zos.Alch.p.113 B.:—also ἀλαβαστίτης, ιδος, ἡ, πέτρα Callix.1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
mármol alabastrino, alabastro oriental Thphr.Lap.65, Str.12.8.14, Zos.Alch.113.9, c. propiedades médicas, Plin.HN 36.60, 37.143, Gal.12.204, Isid.Etym.16.5.7.

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, sc. λίθος, Alabaster, Theophr.; auch fem. ἀλαβαστρῖτις, ιδος, Athen. V, 206 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαβαστρίτης: ὁ, δ. γρ. τοῦ ἀλαβαστίτης.

Greek Monolingual

ἀλαβαστρίτης (ενν. λίθος), ο (Α) [ἀλάβαστρο(ς)]
συνών. του αλαβάστρου. Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και τον Πλίνιο.