ἀλεκτρυοφώνιον

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυοφώνιον: -ου, τό, = ἀλεκτοροφωνία, «τὴν πρὸ ἀλεκτρυοφωνίου ἄρνησιν Πέτρου», Δίδυμ. Ἀλ. 940Α.

Spanish (DGE)

-ου, τό
canto del gallo Didym.M.39.920A, Gloss.3.169.