ἀλεόφρων

English (LSJ)

ἀλεόφρον, gen. ονος, = Homer's φρένας ἠλεός, Hsch., EM59.45.

Spanish (DGE)

-ον loco Hsch., EM α 798, cf. ἠλεός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεόφρων: -ον, γεν. ονος, = τῷ Ὁμηρικῷ φρένας ἠλεός, παράφρων, ἠλίθιος, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. 59. 45˙ πρβλ. ἠλεός.