ἀλθήσκω

English (LSJ)

or ἀλθίσκω, = ἀλθαίνω, Hp.Morb.2.36.

German (Pape)

[Seite 95] heilen, Hippocr.; ἀλθίσκω f. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλθήσκω: ἢ ἀλθίσκω, = ἀλθαίνω. Ἱππ. 472. 31.

Greek Monolingual

ἀλθήσκω και ἀλθίσκω (Α)
παράλληλοι τύποι του ρήματος ἀλθαίνω.