= ἀλιταίνω (q.v.), A.Eu.316 codd.
ἀλῐτρέω: ἀλιταίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 316· ἀλλ’ ὁ Αὐρᾶτος διορθοῖ ἀλιτών.
ἀλῐτρέω: (ἀλιτρός) = ἀλιταίνω, σε Αισχύλ.