ἀλκάεις

English (Slater)

ἀλκᾱεις valiant ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις (O. 9.72) ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (P. 5.71) ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς Δ. 2. 17.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκάεις: дор. = ἀλκήεις.