ἀλλοπολία

English (LSJ)

ἡ, = ἀλλοδημία, Leg.Gort.6.47: hence ἀλλοπολιᾶται, οἱ, GDI4954 (Cret.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
estancia en el extranjero, ICr.4.72.6.47 (Gortina V a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοπολία: ἀλλοδημία [ν], Ἐπιγρ. Γόρτυνος VI 47.