ἀλοηδάριον

English (LSJ)

τό, purgative prepared from aloes, Aët.3.100,al.

Spanish (DGE)

-ου, τό
áloes, acíbar ἀλοηδάρια ἀλύπως καθαίροντα Aët.3.101.

German (Pape)

[Seite 108] τό, Aloetrank, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοηδάριον: τὸ, φάρμακον καθαρτικὸν παρασκευαζόμενον ἐκ τῆς ἀλόης, Ἰατρ.

Greek Monolingual

ἀλοηδάριον, το (Μ) ἀλόη
καθαρτικό παρασκευασμένο από αλόη.