ἡ, = ἀλουσία, Eup.251.
-ας, ἡdesaseo, desaliño ἔχοντ' ἀλουτίᾳ κάρα τε καὶ τρίβων Eup.251, cf. ἀλουσία.
[Seite 109] ἡ, = ἀλουσία, Eupol. Poll. 7, 168.
ἀλουτία, η (Α) αλουτοςβλ. αλουσιά.