ἀλφιτοπωλήτρια

English (LSJ)

ἡ, pecul. fem. of ἀλφιτοπώλης, Poll.6.37.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ vendedora de harina de cebada Poll.6.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοπωλήτρια: ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀλφιτοπώλης, Πολυδ. 6. 37.