ἀμάγευτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάγευτος: -ον, ὁ μὴ μαγευθεὶς ἢ μὴ μαγευόμενος, Κλημεντιν. 460Β.
Spanish (DGE)
-ον no hechizado ὀφθαλμοί Hom.Clem.M.2.460B.
ἀμάγευτος: -ον, ὁ μὴ μαγευθεὶς ἢ μὴ μαγευόμενος, Κλημεντιν. 460Β.
-ον no hechizado ὀφθαλμοί Hom.Clem.M.2.460B.