ἀμαγείρευτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαγείρευτος: ον ὁ μὴ μαγειρευθείς, ἢ μάγειρος ὑπὸ σύνταξιν μὴ μαγειρεύων πλέον, Γ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλ. 1. 34.