ἀμαλλεῖον

English (LSJ)

τό, sheaf-band, Call.Com.3 D.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): hαμαλλεῖον SEG 13.16.8 (Atenas V a.C.); ἀμάλλιον Call.Com.11C (cód.), Hsch., Eust.1162.29; ἁμαλεῖον Zonar.158
• Prosodia: [ᾰ-]
vencejo para atar gavillas, SEG l.c., Call.Com.l.c., Et.Sym.663, Eust.l.c., Zonar.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαλλεῖον: -ου, τό, ταινία, Ψελλ. Στιχ. 322.

Greek Monolingual

ἀμαλλεῖον, το (AM) ἄμαλλα
σχοινί ή ταινία, με τα οποία δένουν δεμάτια σταχυών (χερόβολα).