ἀμαλλοφόρος
English (LSJ)
ἀμαλλοφόρον, bringing sheaves, Euph.103, Porph.Abst.2.19; of Demeter, Nonn. D. 17.153, Eust.1162.27; cf. ἁμιλλοφόρος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
portador de gavillas Οὖπις Euph.128, Ὑπερβόρεοι Porph.Abst.2.19, Seru.Aen.11.858, de Deméter, Nonn.D.17.153, Eust.1162.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλλοφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων ἀμάλλας, ἤτοι δεμάτια σταχύων, Πορφ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψ. 2. 19, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Εὐστ. 1162. 27.