poet. for ἀνάβατος.
(ἀμβᾰτός) v. ἀναβατός.
v. ἀναβατός.
ἀμβᾰτός to be climbed, accessible met., ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (P. 10.27)