Ion. for ἀναβοήσας, v. sub ἀναβοάω.
part. ao. ion. de ἀναβοάω.
ἀμβώσας: ион. Her. part. aor. к ἀναβοάω.
ἀμβώσας: Ἰων. ἀντὶ ἀναβοήσας, ἴδε ἐν λ. ἀναβοάω.
ἀμβώσας: Ιων. αντί ἀναβοήσας, μτχ. αορ. αʹ του ἀναβόω.