ἀμευσιεπής

English (LSJ)

ἀμευσιεπές, surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que responde con palabras φροντίς Pi.Fr.24.

German (Pape)

φροντίς, Pind. frg. Eusth., der Wort übertreffende Gedanke (von den Vetera Lexica schon verschieden erkl.).

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσιεπής: побеждающий словами, т. е. легко находящий слова (φροντίς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.

English (Slater)

ᾰμευσιεπής surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.

Greek Monolingual

ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.