ἀμηνίτως

French (Bailly abrégé)

adv.
sans ressentiment.
Étymologie: ἀμήνιτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμηνίτως: (ῑ) без гнева, благосклонно (θεῖναί τινα δόμοις Aesch.; ἀ. καὶ φιλανθρώπως χρῆσθαί τινι Plut.).