ἀμητικός
English (LSJ)
ἀμητική, ἀμητικόν, of or for reaping, δρέπανον ἀ. reaping-hook, Ael.NA17.37.
Spanish (DGE)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à moissonner.
Étymologie: ἀμάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμητικός: -ή, -όν, (ἄμητος) = ὁ ἐκ τοῦ θερισμοῦ ἢ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν· δρέπανον ἀμ. = δρέπ. δι’ οὗ θερίζουσιν, Αἰλ. Περὶ Ζ. 17, 37.