ἀμηχανής

English (LSJ)

ἀμηχανές, poet. for ἀμήχανος, h.Merc.447, in gen. pl. -έων (but perhaps fem. of ἀμήχανος).

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνής) -ές irresoluble, tremendo μελεδῶναι h.Merc.447.

German (Pape)

[Seite 124] bei Dion. Hal. 1, 79, wo einige codd. ἀχανής daben, u. H. h. Merc. 447, in der Form ἀμηχανέων μελεδώνων, = ἀμήχανος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμηχᾰνής: HH = ἀμήχανος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχανής: -ές, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμήχανος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 447, ἐν τῇ γεν. πληθ. -έων ἐν Διον. Ἁλ. 1. 79, διωρθώθη ἐκ τοῦ Βατ. χειρογρ. εἰς ἀχανής.

Greek Monotonic

ἀμηχᾰνής: -ές = ἀμήχανος, σε Ομηρ. Ύμν. (στην γεν. πληθ. -έων).