ἀμμέτερος

English (LSJ)

v. ἡμέτερος, Alc. 105 A, B.

Spanish (DGE)

v. ἡμέτερος.

French (Bailly abrégé)

éol. c. ἡμέτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμμέτερος: эол. Theocr. = ἡμέτερος.