ἀμμοβάτης

English (LSJ)

ὁ, = ἀμμοδύτης, Ael.NA6.51.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que marcha sobre la arena de cierta clase de serpientes, Ael.NA 6.51.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ (Sandgänger), eine Schlangenart, Ael. H. A. 6, 51.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de serpent (litt. qui marche sur le sable).
Étymologie: ἄμμος, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμοβάτης: ὁ, (βαίνω) = ἀμμοδύτης, Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 51.

Greek Monolingual

ἀμμοβάτης, ο (Α)
αυτός που βαδίζει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + -βάτης < βαίνω].