ἀμμοσκοπία

English (LSJ)

ἡ, divination by sand, title of Orphic work, prob. in Suid. s.v. Ὀρφεύς.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ adivinación por la arena Sud.s.u. Ὀρφεύς (ap. crít.).

Greek Monolingual

η (Α ἀμμοσκοπία)
η αμμομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + -σκοπία < -σκόπος < σκοπός.