ἀμμοφανής

English (LSJ)

ἀμμοφανές, sandy, χθών Epigr.Gr.430 (Egypt).

Spanish (DGE)

(ἀμμοφᾰνής) -ές
arenoso χθών GVI 850.3 (Leontópolis, Egipto, imper.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμοφανής: -ές, ἀμμώδης, χθὼν ἀμμ., περὶ τῆς Αἰγύπτου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 430. Rev. Arch. 1874, σ. 148.