ἀμνάσει

English (LSJ)

ἀμνάσειε, Dor. for ἀναμνήσει.

Spanish (DGE)

v. ἀναμιμνῄσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνάσει: ἀμνάσειε, Δωρ. ἀντὶ ἀναμνήσ-, Βοικχ. Πινδ. Π. 1. 47 (91).

Greek Monotonic

ἀμνάσει: ἀμ-νάσειε, Δωρ. γʹ ενικ. μέλ. και αόρ. αʹ ευκτ. του ἀναμιμνῄσκω.