ἀμοιβάδιος

English (LSJ)

α, ον, = ἀμοιβαῖος, Opp.C.4.349, Q.S.5.65, AP12.238 (Strat.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): fem. poét. ἀμοιβαδίη AP 12.238, Q.S.5.65
• Prosodia: [ᾰμοιβᾰ-]
que se turna, por turnos ἀλλήλοις παρέχουσιν ἀμοιβαδίην ἀπόλαυσιν AP l.c., ἀμοιβαδίοισι κυπέλλοις Opp.C.4.349, χερσὶν ἀμοιβαδίῃς Q.S.l.c., ἀμοιβαδίων ἱερέων Gr.Naz.M.37.553A, cf. ép. en ZPE 6.154.

German (Pape)

[Seite 126] α, ον, abwechselnd, ἀπόλαυσις Strat. 77 (XII, 238); κύπελλα Opp. C. 4, 349; χερσί Qu. Sm. 5, 65.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβάδιος: (ᾰᾰ) взаимный (ἀπόλαυσις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβάδιος: -α, -ον, = ἀμοιβαῖος, Ὀππ. Κ. 4. 349. Ἀνθ. Π. 12. 238.

Greek Monotonic

ἀμοιβάδιος: -α, -ον = ἀμοιβαῖος, σε Ανθ.