ἀμορία

English (LSJ)

ἡ, v. ἀμμορία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορία: ἡ, ποιητ. ἀμμορία, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

ἀμορία: ἡ, ποιητ. ἀμμορία, βλ. αυτ.

Middle Liddell

poet. ἀμμορία