ἀμορφώτως

Spanish

sin forma

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορφώτως: ἐπίρρ., ἀσχηματίστως, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμεν. σ. 780, ἔκδ. Σταλλβ.