ἀμπέχονον

English (LSJ)

τό, = ἀμπεχόνη, Ar.Fr.320.7, IG2.754, Theoc. 15.21.

Spanish (DGE)

-ου, τό
mantoncito, chal de mujer, Ar.Fr.321.7, IG 22.514.18, CID 1.10.27 (Delfos IV a.C.), Theoc.15.21, Hsch.

German (Pape)

[Seite 129] τό, Überwurf, = ἀμπεχόνη, Theocr. 15, 21. 27, 58.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπέχονον: τό Theocr. = ἀμπεχόνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπέχονον: τό, = ἀμπεχόνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309.7, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 52, Θεόκρ. 15. 21: ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «ἀμπέχονον, σύμμετρον περίβλημα

Greek Monotonic

ἀμπέχονον: τό, = ἀμπεχόνη, σε Αριστοφ., Θεόκρ.