ἀμπελοκομία
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.
Greek Monolingual
η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.
[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.
ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.
η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.